- νευρασθενικός
- [нэврастэникос] επ. (ιατρ.) нервнобольной
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
νευρασθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής. επίρρ... νευρασθενικώς και ά με νευρασθενικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
νευρασθενής — ές (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenic < νευρ(ο) * + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
νευρασθενικότητα — η [νευρασθενικός] η κατάσταση εκείνου που πάσχει από νευρασθένεια … Dictionary of Greek